συμμνήμων

συμμνήμων
και δωρ. τ. συμμνάμων, -ονος, ὁ, Α
αυτός που είχε το αξίωμα τού άρχοντος μαζί με άλλον.
[ΕΤΥΜΟΛ. < συν-* + μνήμων «υπάλληλος, αξιωματούχος»].

Dictionary of Greek. 2013.

Игры ⚽ Поможем сделать НИР

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”